κομπούς

κομπούς
κομπός
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόμπους — κόμπος din masc acc pl κομπόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμπιαστος — η, ο [κομπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους 2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση 3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία 4. επίρρ. ακόμπιαστα χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία …   Dictionary of Greek

  • επικόμβια — ἐπικόμβια και ἐπικόμπια, τὰ (Μ) [κομβίον] 1. χρυσά ή ασημένια νομίσματα που έριχναν στον λαό δεμένα μέσα σε κόμπους μαντηλιών την ημέρα τής στέψεως τού αυτοκράτορα 2. γεν. κομποδέματα, μαντήλια, μέσα στα οποία έδεναν χρήματα σε κόμπους …   Dictionary of Greek

  • κομποσκοίνι — και κομποσχοίνι και κομβοσχοίνι(ον), το (Μ κομβοσχοίνιον και κομποσκοίνι) 1. μάλλινο σχοινί με εκατό κόμπους, συνήθως, το οποίο χρησιμοποιούν οι μοναχοί στις προσευχές τους μετρώντας τους κόμπους και λέγοντας αντίστοιχα μια ευχή 2. όμοιο μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • άκομπος — (I) ἄκομπος, ον (Α) [κόμπος Ι] ο ακόμπαστος*. (II) η, ο [κόμπος ΙΙ] αυτός που δεν έχει κόμπους …   Dictionary of Greek

  • αγόνατος — ἀγόνατος, ον (Α) [γόνυ] 1. αυτός που δεν έχει γόνατο 2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια» …   Dictionary of Greek

  • ανάμματος — ἀνάμματος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κόμπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἅμμα «κόμπος»] …   Dictionary of Greek

  • γονατώδης — ες (AM γονατώδης, ες) (για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους νεοελλ. 1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο 2. φρ. «γονατώδη σώματα» προεξοχές τού πίσω τμήματος τού οπτικού θαλάμου …   Dictionary of Greek

  • διγόνατος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. (για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”